- επιπετρον
- ἐπίπετρονἐπί-πετροντό бот. очиток (Sedum amplexicaule или rupestre) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπίπετρον — a rock plant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπετρον — το (Α ἐπίπετρον) [πέτρα] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών δισκοριοειδών αρχ. φυτό που φυτρώνει πάνω σε πέτρες ή σε πετρώδη εδάφη … Dictionary of Greek
ἐπιπέτρου — ἐπίπετρον a rock plant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)